Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τύπωσις ἐν ψυχῇ

  • 1 τύπωσις

    A forming, moulding, impression, Thphr.Sens.53; modelling, S.E.M.9.197; of the foetus, Hp.Alim.42.
    2 delineation, sketching in outline, Phld.Rh.2.34 S.
    II the making of a

    τύπωμα 2

    b,

    φαντασία τύπωσις ἐν ψυχῇ Stoic.2.229

    , cf. Cleanth.ib.1.108, al., Plot.4.3.26; the impression made, Plu.Brut.37.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύπωσις

  • 2 τυπωσις

        - εως (ῠ) ἥ
        1) досл. отпечаток, оттиск, перен. впечатление
        

    (ἐν ψυχῇ Plut.)

        2) резьба, рельефное изображение
        3) форма, модель Plut.

    Древнегреческо-русский словарь > τυπωσις

  • 3 φαντασία

    φαντᾰσί-α, , verbal noun of φαντάζομαι and (in sense) of φαίνομαι,
    A appearing, appearance, = τὸ φαίνεσθαι, πάντες ἐφίενται τοῦ φαινομένου ἀγαθοῦ, τῆς δὲ φ. οὐ κύριοι do not control the appearing, Arist.EN 1114a32; usu. with less verbal force, appearance, presentation to consciousness, whether immediate or in memory, whether true or illusory,

    φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῖος, ἀντίφησι δὲ πολλάκις ἕτερόν τι πρὸς τὴν φ. Id.Insomn. 460b19

    ; ἡ τοῦ γάλακτος φ. the appearance of the milky way, Id.Mete. 339a35;

    ἡ τοῦ προσώπου φ. Phld.Acad.Ind. p.50

    M.; esp. of visual images, ἐπεὶ ἡ ὄψις μάλιστα αἴσθησίς ἐστι, καὶ τὸ ὄνομα ἀπὸ τοῦ φάους εἴληφεν [ἡ φ.] Arist. de An. 429a2; κατοπτρικὴ φ. image reflected in a mirror, Placit.3.1.2; also of other sense=perceptions, φ. καὶ αἴσθησις ταὐτὸν ἔν τε θερμοῖς καὶ πᾶσι τοῖς τοιούτοις appearance is the same as perception, whether we are talking of hot things or of anything else like them, Pl.Tht. 152c, cf. Chrysipp.Stoic.2.21;

    ταῦτα ἔστι μέν τι, ἀλλ' οὐχ ὧν ἐμποιεῖ τὴν φ. Arist.Metaph. 1024b24

    ;

    ἡ φ. ἐστὶν αἴσθησίς τις ἀσθενής.. κἂν τῷ ἐλπίζοντι ἀκολουθοῖ ἂν φ. τις οὗ ἐλπίζει Id.Rh. 1370a28

    ;

    αἱ [αἰσθήσεις] ἀληθεῖς ἀεί, αἱ δὲ φ. γίνονται αἱ πλείους ψευδεῖς Id.de An. 428a12

    ;

    φ. ἀληθεῖς ἁπάσας Epicur.Fr. 254

    ;

    ἀπελθόντων τῶν αἰσθητῶν ἔνεισιν αἱ αἰσθήσεις καὶ φ. ἐν τοῖς αἰσθητηρίοις Arist. de An. 425b25

    ; διὰ τὸ ἐμμένειν [τὰς φ.] καὶ ὁμοίας εἶναι ταῖς αἰσθήσεσι ib. 429a5;

    τῆς αἰσθήσεως ἀλλοιουμένης ἐξ ἧς γίνεσθαι τὴν φ. Thphr.Sens.63

    ;

    ἐλέγχειν τὰς ἀλλήλων φ. καὶ δόξας Pl.Tht. 161e

    ; freq. in later Philos. esp. in meaning psychic image, Epicur.Ep.1p.12U., S.E.M.7.152, M.Ant.4.24, al.; defined as

    τύπωσις ἐν ψυχῇ Chrysipp.Stoic.2.23

    ;

    φ. καταληπτική Zeno Stoic. 1.17

    , etc.; [

    φ. κ.] ἢν κριτήριον εἶναι τῶν πραγμάτων φασί, τὴν γιγνομένην ἀπὸ ὑπάρχοντος κατ' αὐτὸ τὸ ὑπάρχον ἐναπεσφραγισμένην Stoic. 2.21

    , cf. 26, al.; διανοητικαὶ φ. mental images, Cic.Fam.15.16.1;

    νυκτεριναὶ φ. Phlp.

    in de An.486.13, cf. Gp.12.17.15; apparition, Arist.Mir. 846a37.
    b less scientifically, appearance, ἐμποιοῦντα τὴν φ. (sc. τοῦ ἐλέγχειν) Id.SE 165b25;

    τὸ παράδοξον τῆς τῶν ζῴων φ. Plb. 3.53.8

    , cf. 5.48.9, App.BC4.102, Hann.15;

    κατὰ τὴν πρώτην φ. Plb.11.27.7

    ; συναύξειν τὴν φ. [τῆς νίκης] Id.16.8.3;

    δουλεύοντες τῇ τῶν ἐκτὸς φ. Id.30.19.4

    ;

    φ. ποιεῖν καὶ προσδοκίαν Id.18.10.7

    , cf. 14.2.4; ζῷα.. μέχρι φ. φαινόμενα (in a conjuring trick) Cels. ap. OrigenesCels.1.68;

    κατὰ τὴν πρόχειρον οὑτωσὶ φ. Gal.6.105

    , cf. 15.17,115, 19.206;

    τῶν ἀπεπτούντων ἐνίοις φ... γίνονται Id.18(2).73

    , cf. 71, al.
    2 imagination, i.e. the re-presentation of appearances or images, primarily derived from sensation (cf.

    αἴσθησις 11

    ), ὅταν μὴ καθ' αὑτὸ ἀλλὰ δι' αἰσθήσεως παρῇ τινι τὸ τοιοῦτον αὖ πάθος (sc. δόξα) ἆρ' οἷόν τε ὀρθῶς εἰπεῖν ἕτερόν τι πλὴν φ.;.. φαίνεται δὲ ὃ λέγομεν (i.e. φαντασία)

    σύμμειξις αἰσθήσεως καὶ δόξης Pl.Sph. 264a

    , 264b;

    οὐδὲ δόξα μετ' αἰσθήσεως οὐδὲ δι' αἰσθήσεως οὐδὲ συμπλοκὴ δόξης καὶ αἰσθήσεως φ. ἂν εἴη Arist. de An. 428a26

    ; ἡ φ. καθ' ἣν λέγομεν φάντασμά τι ἡμῖν γίγνεσθαι ib. 428a1;

    ἔστι δὲ φ. ἡ ὑπὸ τῆς κατ' ἐνέργειαν αἰσθήσεως γινομένη κίνησις Id.Insomn. 459a17

    , cf. de An. 429a1; εἰ ἔστι καὶ τοῦτο [τὸ νοεῖν] φ. τις ἢ μὴ ἄνευ φ. ib. 403a8; c. gen.,

    μέλλοντος κακοῦ Id.Rh. 1382a21

    , cf. 1370a30, b33, al.;

    αἰσχροῦ φ. Cic.Att.9.6.5

    ; also

    περὶ ἀδοξίας φ. ἐστὶν ἡ αἰσχύνη Arist.Rh. 1384a23

    ; γίγνεται ἑκάστῳ φ. ὅτι τοιοῦτός [ἐστι] ib. 1371a9;

    ἡ κατὰ τὴν σύλληψιν φ. τῆς γυναικός Placit.5.12.2

    , cf. Sor.1.39 (pl.); τὰ πρὸς τὴν φ. χρώματα colours as judged by the φ., apparent colours, Placit.1.15.8; φωτίζεσθαι πρὸς τὴν φ. ib.2.28.6.
    b in Aristotle, faculty of imagination, both presentative and representative, opp.

    αἴσθησις, [φ.] οὐκ ἔστιν αἴσθησις Arist.de An. 428a5

    ; opp. δόξα, because πίστις is absent, ib.22, 24; opp. ἐπιστήμη, νοῦς, διάνοια, οὐδὲ [φ.] τῶν ἀεὶ ἀληθευόντων οὐδεμία ἔσται, οἷον ἐπιστήμη ἢ νοῦς ib. 428a17; φ. ἕτερον καὶ αἰσθήσεως καὶ διανοίας· αὐτή τε οὐ γίγνεται ἄνευ αἰσθήσεως καὶ ἄνευ ταύτης οὐκ ἔστιν ὑπόληψις ib. 427b14;

    φ. γίνεται ἢ διὰ νοήσεως ἢ δι' αἰσθήσεως Id.MA 702a19

    ;

    ὀρεκτικὸν [τὸ ζῷον] οὐκ ἄνευ φ., φ. δὲ πᾶσα ἢ λογιστικὴ ἢ αἰσθητική Id.de An. 433b28

    .
    c creative imagination,

    φ. σοφωτέρα μιμήσεως δημιουργός Philostr.VA6.19

    .
    3 the use of imagery in literature,

    τεθορύβηται ταῖς φ. μᾶλλον ἢ δεδείνωται Longin.3.1

    ;

    ἡ ῥητορικὴ φ. Id.15.2

    ;

    ἀπὸ τοῦ ἀποδεικτικοῦ περιελκόμεθα εἰς τὸ κατὰ φαντασίαν ἐκπληκτικόν Id.15.11

    ;

    αἱ ποιητικαὶ φ. Plu.2.759c

    ;

    ἐς τὰς φ. τῶν λεγομένων τῷ σχήματι τοῦ σώματος συνεφέροντο App.Pun. 134

    , cf. Hisp.26, Syr.40.
    4 prestige, reputation,

    μεγάλην ἐφείλκετο φ. ὡς μόνος εἰδὼς τί λέγει Plb.22.9.12

    , cf. 24.7.2, 24.11.5, Fr. 233;

    ἐκ τοῦ τοὺς ἄλλους ἐλέγχειν φ. ἀπενέγκασθαι προαιρούμενος Hipparch.1.1.6

    ; parade, ostentation,

    ποιέειν μηδὲν περιέργως μηδὲ μετὰ φαντασίης Hp.Decent.7

    , cf. Plb.15.25.22, 16.21.1, 31.26.6, Posidon.36 J., D.S.12.83, Vett.Val.38.26, al.;

    ἡ ἐφήμερος τῆς ἀρχῆς φ. Sopat.

    ap. Stob.4.5.55;

    μετὰ πολλῆς φ. Act.Ap. 25.23

    , cf. D.L.4.53.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαντασία

См. также в других словарях:

  • τύπωση — η / τύπωσις, ώσεως, ΝΜΑ [τυπῶ] νεοελλ. 1. εκτύπωση («τύπωση κειμένου») 2. (μεταλλ. χημ.) κατεργασία που συνίσταται στην πλαστική παραμόρφωση, εν θερμώ ή εν ψυχρώ, ενός μεταλλικού τεμαχίου ή πλαστικού υλικού με τη βοήθεια τύπων, μητρών 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»